Τραλλιανῶν

Τραλλιανῶν
Τραλλιανός
Tralles
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λαράσιος — Προσωνυμία του Δία στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας, όπου λατρευόταν ως κυριότερη θεότητα. Αναφέρεται επίσης ως Ζευς Λ. ή Λ. Τραλλιανών σε επιγραφές και νομίσματα των αυτοκρατορικών χρόνων. Το Λ. αποτελεί παραλλαγή του τύπου Λαρίσιος ή Λαρισαίος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”